Σήμερα σε συνθήκες έντονης δικαστικής σύγκρουσης το παιδί αντιμετωπίζεται ως “βραβείο”, οι γονείς ως αντίπαλοι-αντίδικοι και έτσι ευνοούνται οι συνθήκες οξείας αντιδικίας των δυο γονέων σε βάρος φυσικά του παιδιού τους. Ουσιαστικά διευκολύνονται οι γονείς που παραβιάζουν τις δικαστικές αποφάσεις, οι οποίοι μοιάζει να τελούν σε συνθήκη οιονεί «ατιμωρησίας».
Αυτό ακριβώς συμβαίνει, στην περίπτωση προσβολής του δικαιώματος επικοινωνίας, αφού οι σημερινές δικονομικές δυνατότητες εκτέλεσης είναι ανύπαρκτες αλλά και οι ουσιαστικού ποινικού δικαίου ρυθμίσεις δεν είναι ικανές να αποτρέψουν αποτελεσματικά τον υπόχρεο γονέα που δεν επιθυμεί να συμμορφωθεί -ιδίως όταν το παιδί είναι μικρής ηλικίας, οπότε η υλοποίηση της απόφασης εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τη συνεργασία του γονέα που μένει μαζί του.
Η σημερινή κατάσταση συμβάλλει στην καλλιέργεια μιας κουλτούρας αυθαιρεσίας
καθώς παρότι η παραβίαση της απόφασης επικοινωνίας από μέρους του γονέα που μένει με το παιδί συνιστά περίπτωση κακής άσκησης της γονικής μέριμνας κι επισύρει τις συνέπειες του άρ.1532 ΑΚ, έως την αφαίρεση της επιμέλειας (ή και συνολικά της γονικής μέριμνας) και την ανάθεσή της στον άλλο γονέα, τα δικαστήρια αποφεύγουν συστηματικά να κάνουν χρήση αυτού του μέτρου. Κατά συνέπεια, ο γονέας που ασκεί την επιμέλεια γνωρίζει ότι στην πράξη δεν κινδυνεύει με στέρηση της “επιμέλειας”, ακόμη και σε ακραίες, χρόνιες και κακόβουλες περιπτώσεις παραβίασης του “δικαιώματος επικοινωνίας του άλλου γονέα”, με αποτέλεσμα την εδραίωση της ιδιοκτησιακής αντίληψης που καταλήγει να υιοθετεί ο γονέας αυτός σε σχέση με το παιδί.
Είναι επομένως απαραίτητη η καλλιέργεια νέων αντιλήψεων και, πολύ περισσότερο, η μεταβολή παραδείγματος, που μπορεί να γίνει εφικτή μόνο μέσω ουσιαστικής και ριζικής μεταρρύθμισης του Αστικού Κώδικα, ώστε έστω και μετά από 40 χρόνια να προχωρήσουμε στην ουσιαστική ισότητα των φύλων, στη γονεϊκή ισότητα.
Η νομοθετική ρύθμιση οφείλει να αντιμετωπίζει ισότιμα του γονείς χωρίς να προκρίνει τον ένα έναντι του άλλου. Έτσι θα οδηγεί τους γονείς στην συνεργασία μεταξύ τους και όχι στην σύγκρουση τουλάχιστον για το παιδί. Αυτό είναι απόλυτα εφικτό με την βοήθεια του νόμου αλλά και με την συμβολή της διαμεσολάβησης παρουσία ειδικών. Έτσι, θα λυθούν άμεσα και χωρίς συγκρούσεις τα “επιμέρους θέματα” και οι “διαφωνίες” στην ανατροφή.
Η ευθύνη για τη καλή λειτουργικότητα και συνεργασία των γονέων εναπόκειται στην επάρκεια των νομικών υπηρεσιών αλλά και στη δυνατότητα των ψυχολογικών δομών, όχι απλά ως φορέων διάγνωσης, αλλά ουσιαστικής εμπλοκής και διαμεσολάβησης (κάτι που πρέπει θεσμικά/νομοθετικά να υποστηρίζεται και να προάγεται/συστήνεται) (Fox et al., 2015. Parent et al., 2017).
Οι διαφορές μεταξύ των γονέων σε σημαντικά και επιμέρους θέματα της ανατροφής των παιδιών, δεν επιλύονται, απαραίτητα, μέσω της δικαστικής οδού. Παράλληλα, τα αρνητικά συναισθήματα, τα οποία, συνήθως, υποβόσκουν σε περιπτώσεις χωρισμού είναι πιθανόν να δημιουργήσουν καταστάσεις έντασης και σύγκρουσης, εγκλωβίζοντας τους γονείς σε «ανελαστικές» θέσεις ή και «παθολογικές» αντιδράσεις, συγκαλυμμένες πίσω από νομικά επιχειρήματα.
Υπό αυτή την έννοια είναι σημαντικό το νομοθετικό πλαίσιο να δίνει την κατεύθυνση της από κοινού ανατροφής, κυρίως, όμως, να ενθαρρύνει τη «συμβουλευτική διαμεσολάβηση για τους γονείς», με στόχο την διαχείριση των συγκρούσεων και την αποφυγή ακραίων αντιδράσεων που επιβαρύνουν την ψυχοσωματική λειτουργία των παιδιών. Έρευνες στην Αυστραλία έδειξαν ότι οι περισσότεροι γονείς είχαν χρησιμοποιήσει «άτυπους τρόπους» για να διαπραγματευτούν τις συνθήκες γονικής μέριμνας και παρέμειναν «γενικά ικανοποιημένοι» με τις συμφωνίες τους (Smyth et al., 2016).
Παρ’ όλα αυτά, πολλοί γονείς δεν είναι σε θέση, χωρίς συμβουλευτική και ψυχοθεραπευτική πλαισίωση, να επεξεργαστούν άμεσα τα συναισθηματικά φορτία και τις μεγάλες ματαιώσεις ή αντιδράσεις που δημιουργούνται από τις συνθήκες χωρισμού. Η ίδια έρευνα έδειξε ότι ένα μεγάλο μέρος των γονέων είχε χρησιμοποιήσει τις υπηρεσίες «οικογενειακής συμβουλευτικής υποστήριξης», παρά τις νομικές υπηρεσίες, για την επίλυση συγκρούσεων ή διαφωνιών (Smyth et al., 2016). Η έρευνα επίσης δείχνει ότι οι γονείς πρέπει να διαθέτουν τους πόρους για να υποστηρίξουν τις απαιτήσεις της κοινής επιμέλειας, όπως επαρκή οικονομική δυνατότητα, ευέλικτο ωράριο εργασίας, κοντινή απόσταση με τον άλλο γονέα, φιλόξενο περιβάλλον για το παιδί. Πρέπει, κατά συνέπεια να διασφαλίζεται και η οικονομική και συμβουλευτική ενίσχυση των πλέον κοινωνικά ή οικονομικά ευάλωτων γονέων. ( Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία (ΕΛΨΕ) Κλάδος Κλινικής Ψυχολογίας & Ψυχολογίας της Υγείας Ενημερωτικό Δελτίο ΕΛΨΕ ΟΚΤΏΒΡΊΌΣ 2020, ΝΌ. 38 σελ. 14)
Είναι ζήτημα αξιών καθώς δυο γονείς που έχουν ένα παιδί δεν πρέπει να τους αφήνουμε (ως νομοθετικό πλαίσιο και ως κοινωνία) να βρίζονται στα δικαστήρια αλλά να αντιμετωπίσουν την πίκρα, την απογοήτευσή τους και το πόνο που προκαλεί η αποτυχία του γάμου/σχέση τους σε ειδικούς επιστήμονες και όχι σε βάρος του παιδιού και της κοινωνίας. Όσο και αν αργότερα το μετανιώσουν ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω. Είναι απαραίτητη επομένως η εμπλοκή ειδικών ως συμβούλων προς τους γονείς και αν χρειαστεί προς το Δικαστή. Έτσι περιορίζουμε δραστικά τα συγκρουσιακά διαζύγια και προστατεύουμε την κοινή γονεϊκή ιδιότητα αλλά πρωτίστως προστατεύουμε την παιδική ηλικία. Τα παιδιά χρειάζονται δύο γονείς όχι δυο αντίδικους αποδιοργανωμένους γονείς.
Η νομοθετική ρύθμιση οφείλει να εισάγει την έννοια του «γονεϊκού προγραμματισμού» ανατροφής του παιδιού ως ολοκληρωμένης προτάσεως καθενός από τους διαδίκους γονείς για την ανατροφή των παιδιών τους. Η επεξεργασία ενός γονεϊκού προγράμματος ανατροφής ωθεί τους διαδίκους-γονείς να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα και τα προβλήματα της ανατροφής του παιδιού και να μην υπεκφεύγουν με γενική και αόριστη δικαστική αντεκδίκηση, ενώ δίνει την ευχέρεια στις κοινωνικές/ψυχολογικές υπηρεσίες και εν τέλει στο Δικαστήριο να ερευνήσει σε βάθος τη διαφορά, συγκρίνοντας και εξετάζοντας τα γονεϊκά προγράμματα ανατροφής των διαδίκων, τα σημεία που προσεγγίζουν ή αποκλίνουν καθώς και αν είναι προς το συμφέρον των ανηλίκων, ώστε εν τέλει να εκδοθεί απόφαση από τη συνισταμένη αυτών κατά τη δικαστική κρίση. Παρατηρούμε και εμείς ως φορέας κοινωνικής φροντίδας ΓΟΝ.ΙΣ. ότι κατά την σύνταξη των προτάσεων του γονεϊκού προγράμματος ανατροφής από γονείς που απευθύνθηκαν σε εμάς για βοήθεια, υπάρχουν πολλά κοινά σημεία, ενώ στα περισσότερα υπάρχει μεγάλο περιθώριο συμφωνίας κατόπιν διαβουλεύσεων.
Η νομοθετική ρύθμιση οφείλει να ακολουθεί την σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα που είναι ότι η διατήρηση και ενίσχυση ή αποκατάσταση της σχέσης και με τους δυο γονείς θεωρείται βασικό κριτήριο για μια ισορροπημένη ανάπτυξη και αναφαίρετο δικαίωμα των παιδιών, με βάση τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τα ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του Παιδιού.
Η καλλιέργεια νέων αντιλήψεων και, πολύ περισσότερο, η μεταβολή παραδείγματος, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω μεταρρύθμισης των προβλέψεων του Αστικού Κώδικα. Δεδομένης μάλιστα και της καταδίκης της Ελλάδας απο το ΕΔΔΑ για προσβολή του δικαιώματός τους στην οικογενειακή ζωή (άρ.8 ΕΣΔΑ) με αφορμή υποθέσεις παραβίασης της επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα που δεν μένει μαζί του.( Χαρακτηριστικά, υπόθεση Κοσμοπούλου κατά Ελλάδας καθώς και οι προσφυγές Τσουρλάκης κατά Ελλάδας και Φουρκιώτης. κατά Ελλάδας.)
Η νομοθετική ρύθμιση οφείλει να δημιουργεί συνθήκες φιλικής δικαιοσύνης για τα παιδιά με αλλαγή του τόπου, του τρόπου και του χρόνου που θα γίνεται η διαδικασία του οικογενειακού δικαστηρίου. Έτσι οι παράγοντες της διαδικασίας (δικηγόροι-ειδικοί-Δικαστές-γονείς) θα αισθάνονται ότι η διαδικασία αφορά κάτι άλλο και όχι μια κοινή αστική διαφορά ιδιοκτητών ή μια απλή οικονομική διαφορά. Κρίσιμο είναι η παρουσία ειδικών-συμβούλων στον δικαστή από την έναρξη της διαδικασίας και ειδική εκπαίδευση στους Δικαστές που θα πρέπει να έχουν θητεία 5ετίας αποκλειστικής απασχόλησης ως οικογενειακοί Δικαστές. Το Οικογενειακό Δικαστήριο όμως θα παράγει αποτελέσματα για το παιδί όταν λειτουργήσει με βάση την κοινή επιμέλεια, η οποία θα ορίζεται ως βασικός και πρωταρχικός κανόνας δικαίου. Η νομική κατοχύρωση της από κοινού ανατροφής του παιδιού (αρ18. ΔΣΔΠ) προστατεύει θεσμικά την παιδική ηλικία, δίνει ίσες ευκαιρίες κοινωνικοποίησης σε όλα τα παιδιά και υλοποιεί το επόμενο βήμα της ισότητας των φύλων (ν. 1329/1983 ) που είναι η γονεϊκή ισότητα.
Η νομοθετική ρύθμιση οφείλει να προβλέπει ότι η γονική μέριμνα συμπεριλαμβανομένης και της επιμέλειας (δηλαδή η ΚΟΙΝΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ), διατηρείται κοινή και μετά τη τυχόν διάσταση ή τυχόν διαζύγιο καθώς επίσης και στα τέκνα χωρίς γάμο ή ελεύθερη ένωση των γονέων τους αυτόματα με την αναγνώριση του τέκνου.
Το συμφέρον και δικαίωμα του παιδιού, είναι να ανατρέφεται και από τους δύο γονείς ανεξάρτητα από την οικογενειακή κατάσταση που οι γονείς βρίσκονται και η πολιτεία πρέπει να το διασφαλίσει. (ΔΣΔΠ αρ. 18 κ.α) Το συμφέρον του παιδιού είναι υπέρτερο όλων. Όπως επιτάσσει και το ψήφισμα 2079/2015 του Συμβουλίου της Ευρώπης, η αφαίρεση επιμέλειας θα πρέπει να ορίζεται μόνο σε περιπτώσεις προφανούς ακαταλληλότητας (παραμέληση, κλπ) και όχι με βάση το φύλο του γονέα. Για τον λόγο αυτό, είναι επιτακτικό να εισαχθεί ο κανόνας της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας, στο σύνολό της, και μετά τη διάσταση/διαζύγιο/ακύρωση του γάμου/λύση του συμφώνου συμβίωσης ως κύριος κανόνας δικαίου.
Δηλαδή, με απλά λόγια, να διατηρείται κοινή η επιμέλεια και μετά τον χωρισμό και να αφαιρείται μόνο για σπουδαίο λόγο, μετά την οριστική διαδικασία και εφόσον προταθεί και από τους ειδικούς.
Εξαίρεση μπορεί να υφίσταται όχι στην περίπτωση διαφωνίας των γονέων άνευ άλλου τινός, αλλά μόνο για σπουδαίο λόγο, για τον οποίο θα μπορούν να προσφύγουν οι γονείς στο δικαστήριο και να ζητήσουν διαφορετική ρύθμιση.
Οι γονείς τι οφείλουν να κάνουν για τα παιδιά τους όταν χωρίζουν από σύζυγοι/σύντροφοι ;
Οι γονείς οφείλουν να μην παρασύρονται από αρνητικά συναισθήματα που έχουν ο ένας για τον άλλο αλλά να συνειδητοποιήσουν αμφότεροι το συντομότερο ότι είναι συνεργάτες στην ανατροφή των παιδιών τους. Δεν είναι απαραίτητη και αναγκαία συνθήκη, να αγαπιούνται ή να αισθάνονται οτιδήποτε ο ένας για τον άλλο, για να συνεργαστούν στην υποχρέωση της ανατροφής του παιδιού τους. Απαραίτητο είναι να συνειδητοποιήσουν ότι είναι ανάγκη να εργαστούν μαζί στην βασική εργασία που έχουν ως γονείς την από κοινού ανατροφή των παιδιών χωρίς να είναι απαραίτητο να συμπαθεί ο ένας την άλλη ή μία τον άλλον. Πράγμα που συμβαίνει κάθε μέρα στην εργασία όλων μας στην περίπτωση που συνεργαζόμαστε με ορισμένους συναδέλφους, ακόμα και αν δεν τρέφουμε αμοιβαία εκτίμηση ο ένας για τον άλλον.
Η διαμόρφωση ενός προγράμματος ανατροφής των παιδιών είναι συχνά πέρα και πάνω από νομικές διαπραγματεύσεις. Οι γονείς, ανεξάρτητα από το είδος του διαζυγίου που έχουν αποφασίσει, αν είναι δηλαδή συνεργατικό, αποστάσεων ή συγκρουσιακό, οφείλουν στους εαυτούς τους, αλλά κυρίως υποχρεούνται προς τα παιδιά τους να υιοθετήσουν ένα διαφορετικό τρόπο προσέγγισης και επίλυσης επιμέρους διαφωνιών, είτε σε επίπεδο νομικών διεργασιών, είτε σε επίπεδο προσωπικής συμφωνίας, ως προς τις διαδικασίες για ένα σωστό προγραμματισμό σε θέματα που άπτονται της ανατροφής των παιδιών. Όταν οι γονείς καταφέρνουν να υπερπηδήσουν τα προσωπικά τους ζητήματα και να σχεδιάσουν μαζί ένα πρόγραμμα ανατροφής για τα παιδιά τους με λεπτομέρεια και λειτουργικό σχεδιασμό, που θα διαμορφώνει ένα συγκεκριμένο και ξεκάθαρο σχέδιο δράσης, καθώς και κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις ευθύνες του κάθε γονέα και το ρόλο του για τις σχετικές με το παιδί αποφάσεις, τότε μπορεί οι όροι «ανάθεση επιμέλειας» και τα προγράμματα επισκέψεων και επαφών να μην είναι άκαμπτα, αλλά να προσαρμόζονται στις ανάγκες του παιδιού και των γονέων.
Οι γονείς οφείλουν να συμφωνούν για την κατανομή του χρόνου του παιδιού μεταξύ τους, κατά τεκμήριο σε ίσο ποσοστό, ή σε περίπτωση απόκλισης, με επίκληση των λόγων που επιβάλλουν μια διαφορετική ρύθμιση, ορίζοντας ταυτόχρονα τον τόπο κατοικίας του παιδιού (γεωγραφικά και όχι τον γονέα με τον οποίο θα διαμένει), προβλέποντας τις λεπτομέρειες της εναλλασσόμενης κατοικίας, και επιλύοντας τα θέματα που αφορούν στην εκπαίδευσή του (επιλογή σχολείου, ξένων γλωσσών, λοιπών δραστηριοτήτων, όπως μαθήματα υπολογιστών, καλλιτεχνικά, αθλητικές δραστηριότητες κ.ο.κ.), την υγεία του (επιλογή παιδιάτρου, υπαγωγή σε ασφάλιση και βιβλιάριο γονέα κλπ), την επιλογή θρησκεύματος ή μη, την έξοδο του παιδιού από τη χώρα, τις δαπάνες του και την κατανομή τους μεταξύ των γονέων, τον τρόπο επίλυσης των διαφωνιών των γονέων, τον χρόνο αναθεώρησης της συμφωνίας και όποια άλλα ζητήματα μπορεί να οριστούν από το νομοθέτη, ως το περιεχόμενο του κοινού γονεϊκού προγραμματισμού ανατροφής τέκνου στον οποίο οι γονείς οφείλουν να καταλήξουν με ή χωρίς την βοήθεια ειδικών. Πέρα από τον προστατευτικό/ ενισχυτικό ρόλο, οι πατέρες συμβάλλουν επίσης, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, στην ανάπτυξη και στα αγόρια και στα κορίτσια (Thomassin & Suveg, 2014).Υπό αυτή την έννοια, όχι μόνο για την μητέρα, αλλά και για τον πατέρα είναι σημαντικό να δεχτεί συμβουλευτική υποστήριξη, ώστε να διαχειριστεί καλύτερα το ρόλο και την στάση του/της απέναντι στα παιδιά (Phares, 2013).
Είναι αναγκαία η νομοθετική ρύθμιση των επιμέρους ζητημάτων της άσκησης της κοινής γονικής μέριμνας στο σύνολό της με συμφωνία των γονέων, και δη κατά προτίμηση σε χρόνο που να εναρμονίζεται με τη ζωή του παιδιού και όχι με τη ζωή των γονέων, στη βάση της αρχής, ότι η διατάραξη των σχέσεων μεταξύ των γονέων δεν πρέπει να επιδρά στις σχέσεις τους με το/α τέκνο/α τους και του κανόνα της κοινής γονικής μέριμνας στο σύνολο αυτής.
Οι Νόμοι δεν επιλύουν δια μαγείας τα περίπλοκα κοινωνικά ή οικογενειακά θέματα. Στην προκειμένη περίπτωση, πέρα από το Νομοθετικό πλαίσιο, είναι τα χαρακτηριστικά της οικογένειας (κοινωνικά, ψυχολογικά, κοκ.) που παίζουν σημαντικό ρόλο στο τρόπο που οι γονείς θα διαχειριστούν τον χωρισμό και τον γονικό τους ρόλο απέναντι στα παιδιά (Smyth et al., 2016).
Η κοινή επιμέλεια των ανηλίκων δεν θα πρέπει να παραμείνει γράμμα κενό περιοριζόμενο μονάχα σε κάποια γενικόλογα ευχολόγια περί κοινών αποφάσεων κλπ αλλά σήμερα, επιβάλλεται να προβλέπεται η ουσιαστική άσκηση της και από τους δύο γονείς και στον τομέα της φροντίδας και της καθημερινότητας των ανηλίκων. ( ΓΟΝ.ΙΣ 2014).
Είναι, όμως, σημαντικό να υπάρχει ένα επαρκές νομοθετικό πλαίσιο που να οριοθετεί και να διασφαλίζει θεσμικά, με βάση την σύγχρονη έρευνα, τις συνθήκες διαμοιρασμού των οικογενειακών ευθυνών και της γονικής μέριμνας, κατά τρόπο που να βοηθά τους γονείς στη διαχείριση των συγκρούσεων και προς το συμφέρον του παιδιού που επιτάσσει την ανατροφή του και από τους δύο γονείς σε ένα περιβάλλον απαλλαγμένο από συγκρίσεις και επομένως έντονες συγκρούσεις.
ΔΣ ΓΟΝΙΣ