Ένα διαζύγιο διαρρηγνύει τις σχέσεις που υφίσταντο τόσο μεταξύ των γονέων όσο και μεταξύ των ίδιων και των παιδιών τους. Είναι μια διαδικασία που επιφέρει πολλές και σημαντικές επιπτώσεις σε όλα τα μέλη της οικογένειας και τροποποιεί τους ρόλους τους ενώ, ταυτόχρονα, προκύπτει από αυτή μια άλλη σειρά διαδικασιών. Όλα τα μέλη πρέπει να προσαρμοστούν από την αρχή στις νέες συνθήκες και να οργανώσουν ένα νέο πρόγραμμα ζωής που να ανταποκρίνεται στη νέα πραγματικότητα που καλούνται να αντιμετωπίσουν.
Η ύπαρξη των παιδιών είναι εκείνη που δεσμεύει τους δυο πρώην συζύγους και τους αναγκάζει χτίσουν νέες σχέσεις συνεργασίας μεταξύ τους και να γεφυρώσουν τυχόν χάσματα στη μεταξύ τους επικοινωνία για χάρη των παιδιών τους. Όπως επισημαίνει, άλλωστε, ο Emery «τα παιδιά είναι αυτά που έχουν προτεραιότητα στη διαδικασία του διαζυγίου» (Emery R.E, 2007: 51). Μια τέτοια συνθήκη απαιτεί την ταυτόχρονη παρουσία και των δυο γονέων στη ζωή των παιδιών τους καθώς και την ταυτόχρονη υποχρέωσή τους να μοχθούν από κοινού για την ανάπτυξη και ανατροφή των παιδιών. Εξάλλου, σύμφωνα με τη Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού του 1992, είναι δικαίωμα κάθε παιδιού να «διατηρεί κανονικά προσωπικές σχέσεις και να έχει άμεση επαφή με τους δυο γονείς του» (2dim-veroias.ima.sch.gr/wp-content/uploads/2017/11/Η-Σύμβαση-για-τα-Δικαιώματα-του-Παιδιού.pdf).
Μέχρι πρόσφατα, όταν μιλούσαμε για την επιμέλεια μετά το διαζύγιο, ο νους μας πήγαινε κατευθείαν στην αποκλειστική επιμέλεια των παιδιών από τον ένα μόνο γονέα. Υπάρχει, ωστόσο, και μια άλλου είδους επιμέλεια, η κοινή επιμέλεια, η οποία δεν παρέχει αποκλειστικότητα όσον αφορά τα παιδιά στον ένα γονέα αλλά δεσμεύει και τους δυο.
Στόχος της παρακάτω εισήγησης είναι να απαντηθεί το ερώτημα που αφορά το κατά πόσο η κοινή επιμέλεια δρα βελτιωτικά προς τις σχέσεις των γονέων με τα παιδιά τους. Συγκεκριμένα, στο πρώτο κεφάλαιο περιγράφονται και αναλύονται οι νέες σχέσεις που οικοδομούνται μετά από ένα διαζύγιο, καθώς και οι συνέπειες του τελευταίου για τα μέλη μιας οικογένειας. Αναφέρονται, επιπλέον, οι αλλαγές στη συμπεριφορά των παιδιών μετά το διαζύγιο και η απομάκρυνση που υφίσταται ο πατέρας σε περίπτωση που η επιμέλεια των παιδιών αποδοθεί στη μητέρα τους. Οι βιβλιογραφικές αναφορές συμπληρώνονται από τις μαρτυρίες γονέων που προσήλθαν στο φορέα ΓΟΝ.ΙΣ κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού σε αυτόν.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, γίνεται αρχικά μια αναφορά στον ορισμό της έννοιας «κοινή επιμέλεια». Στη συνέχεια, μέσα από δεδομένα προερχόμενα από έρευνες της διεθνούς βιβλιογραφίας παρουσιάζονται τα οφέλη της κοινής επιμέλειας για τα παιδιά. Επιπροσθέτως, γίνεται αναφορά στην τροποποίηση των σχέσεων μεταξύ των γονέων ώστε να επιτευχθεί η συνεργασία τους για χάρη των παιδιών τους.
Γονείς και παιδιά μετά το χωρισμό:
«Νιώθω αποξενωμένος από το παιδί μου», δήλωσε ο πατέρας ενός κοριτσιού δυόμισι ετών που παρακολουθεί τακτικά την ανοιχτή ομάδα, η οποία διεξάγεται εβδομαδιαίως στο φορέα ΓΟΝ.ΙΣ. Η πλειονότητα των παρευρισκόμενων, μεταξύ των οποίων υπερείχε το ανδρικό φύλο, συμφώνησαν μαζί του καθώς, όπως δήλωσαν, αισθάνονταν πως κι οι ίδιοι βίωναν παρόμοιες συνθήκες. Το ανδρικό φύλο υπερείχε και στις τηλεφωνικές κλήσεις που δέχτηκε ο φορέας κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (1 Ιουλίου – 31 Αυγούστου) οι οποίες, συνήθως, αφορούσαν ζητήματα επαφής με τα παιδιά τα οποία τέθηκαν υπό την επιμέλεια της μητέρας τους μετά το διαζύγιο ή νομικές συμβουλές.
Υπάρχουν πολλών ειδών σχέσεις που παρατηρούνται μεταξύ των γονέων και των παιδιών τους από τη στιγμή που επήλθε το διαζύγιο κι έπειτα. Για παράδειγμα μια περίπτωση πέρα από εκείνη του γονέα, ο οποίος στερήθηκε την επιμέλεια του παιδιού του, είναι εκείνη του γονέα που έχει αποποιηθεί του γονικού του ρόλου και συνακόλουθα των ευθυνών και των υποχρεώσεων του απέναντι στα παιδιά του. Σύμφωνα με τον Emery, στις περιπτώσεις αυτές «τα παιδιά χάνουν ένα από τα σπουδαιότερα […] δικαιώματα που οφείλουν να απολαμβάνουν: τη μοναδική ευκαιρία που τους έχει δοθεί να είναι παιδιά» (Emery R.E., 2007: 19). Εξαιτίας αυτού, υφίστανται περιπτώσεις παιδιών τα οποία επιχειρούν να αναλάβουν το ρόλο του πατέρα ή της μητέρας μέσα στην οικογένεια, καλύπτοντας έτσι το κενό που άφησε η έλλειψη του γονέα εκείνου.
Ένα διαζύγιο αποτελεί περίοδο αλλαγής τόσο για τους γονείς όσο και για τα παιδιά. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι όσον αφορά στη στάση των γονέων απέναντι στα παιδιά τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας λήψης διαζυγίου «η ικανότητα και η κινητοποίηση ενός ή και των δυο γονέων να επενδύσουν χρόνο, προσπάθεια και πόρους στις ζωές των παιδιών τους μπορεί να υποβαθμιστούν σημαντικά» (Strohschein L., 2005: 1287). Ωστόσο, όταν ένα ζευγάρι γονέων προχωρά στη λήψη διαζυγίου και οι δυο πλευρές οφείλουν να αποδίδουν προτεραιότητα στα παιδιά τους και να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες ώστε να ελέγξουν τα συναισθήματα που προέκυψαν από αυτή τη διαδικασία. Μέσω αυτού επιχειρείται η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μείωση των επιπτώσεων του διαζυγίου στα παιδιά.
Το διαζύγιο αποτελεί μια διαδικασία που λειτουργεί αρνητικά για τους γονείς και για τα ίδια τα παιδιά. Γονείς που παρακολουθούν την ανοιχτή ομάδα του φορέα έχουν δηλώσει ότι μετά το διαζύγιο τα παιδιά τους ανέπτυξαν συμπεριφορές όπως υπερπροστατευτική στάση απέναντι στη μητέρα τους ή εχθρότητα απέναντι στον πατέρα τους . Συγκεκριμένα, ένας πατέρας δήλωσε πως «η κόρη μου, 12 ετών, είπε πως αν πειράξω τη μητέρα της θα καλέσει την αστυνομία», ενώ ένας άλλος πατέρας δήλωσε πως «κάθε φορά η κόρη μου με λέει μπαμπούλα και παλιάνθρωπο και νομίζω ότι αυτό της το έχει μάθει η μητέρα της».
Σύμφωνα με τον Emery, οι διαζευγμένοι γονείς αντιμετωπίζουν έντονα συναισθήματα, όπως οργή και θυμό, τα οποία πρέπει να θέσουν υπό έλεγχο και «να προσαρμοστούν σε όσα ορίζουν οι ανάγκες των παιδιών τους και όχι στις προσωπικές τους ανάγκες» (Emery R.E., 2007: 20), δεδομένου ότι τα παιδιά «υποφέρουν σιωπηρά ή μεγαλόφωνα, περιμένοντας πως […] οι γονείς τους θα τα ακούσουν και θα τα καταλάβουν» (https://www.gonis.gr/gonis/eduarthra-article_247/Gia-panta-GONEIS_67). Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι η συμβολή των επαγγελματιών που ανήκουν στο χώρο της ψυχικής υγείας λειτουργεί ευεργετικά για τα παιδιά, οι γονείς εξακολουθούν να αποτελούν τα άτομα εκείνα που είναι πιο κατάλληλα ώστε να βοηθήσουν τα παιδιά τους μέσα σε αυτή τη νέα πραγματικότητα που θεμελιώθηκε μετά το διαζύγιο. (Emery R.E, 2007: 27).
Με το χωρισμό δυο γονέων προκύπτει ένας μεγάλος αριθμός από διαδικασίες, νομικές και μη, μεταξύ των οποίων βρίσκεται η διαμάχη για την επιμέλεια των παιδιών. Η επιμέλεια ανατίθεται, μέχρι τώρα, από το δικαστήριο στον ένα γονέα, ενώ αντίθετα η γονική μέριμνα ανατίθεται και στους δυο ως υποχρέωση απέναντι στα παιδιά τους1. Με τον τρόπο αυτό πραγματώνεται μια σειρά από συμφωνίες, οι οποίες καθορίζουν την ανάπτυξη των παιδιών.
Μέχρι σήμερα, στην πλειονότητα των δικαστικών αποφάσεων, η επιμέλεια παραχωρείται στη μητέρα2. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι οι οικογένειες που αποτελούνται από τη διαζευγμένη μητέρα και τα παιδιά της θεωρούνταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μονογονεϊκές, παρόλο που ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός ήταν ανακριβής (Ζεργιώτης Ν.Α., 2011: 87). Μεγάλο ρόλο σε αυτό το φαινόμενο θεωρείται πως διαδραματίζουν κοινωνικές αντιλήψεις, οι οποίες κρίνουν ως καταλληλότερη την παραμονή των παιδιών με τη μητέρα παρά με τον πατέρα τους μετά το χωρισμό. Ωστόσο, «πρόσφατα άρχισε να φαίνεται η αργή αλλά σταθερή παρουσία του πατέρα στη ζωή του παιδιού» (Pruett K., Pruett M.K., 2013: 39).
Τα παλαιότερα πρότυπα πατρότητας έχουν αρχίσει να ανατρέπονται καθώς ο ρόλος του πατέρα έχει αρχίσει να γίνεται πιο ευδιάκριτος ήδη από τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής των παιδιών του. Όπως επισημαίνεται στη διεθνή βιβλιογραφία, «[…] οι αλλαγές στην κοινωνία έχουν μετατοπίσει το ιδανικό της πατρότητας από αυτόν που κερδίζει το ψωμί (breadwinner) προς μια πιο “συμμετοχική πατρότητα”» (Fransson E., Sarkadi A., Hjern A., Bergström M., 2016: 155). Το γεγονός αυτό φαίνεται να συμμερίζεται την άποψη ότι από τη γέννηση ενός παιδιού κι έπειτα οι γονείς «μοιράζονται τις ευθύνες και αναλαμβάνουν συμπληρωματικούς ρόλους» (Ζεργιώτης Α., 2011: 63). Το μεγάλωμα, συνεπώς, των παιδιών αποτελεί καθήκον κι υποχρέωση που αναλαμβάνεται ταυτόχρονα και από τους δυο γονείς.
Με την απόδοση της επιμέλειας στη μητέρα, πολλές φορές ο πατέρας αποκόπτεται από τα παιδιά του ή η επικοινωνία του μαζί τους υφίσταται περιορισμούς, καθώς πολλές γυναίκες «χρησιμοποιούν τη δύναμη που τους δίνει η μητρότητα και συχνά απαγορεύουν ή αρνούνται στους άντρες να βλέπουν τα παιδιά τους» (https://www.gonis.gr/gonis/eduarthra-article_247/Sygxrones-morfes-oikogeneias_605). Σε τηλεφώνημα που δέχτηκε ο φορέας κατά τη διάρκεια της πρακτικής άσκησης, ένας πατέρας ανέφερε χαρακτηριστικά ότι:
«Πήρα διαζύγιο και δεν έχω δει καθόλου το παιδί μου από τότε. Έχω πάει στα δικαστήρια και έχω φάει ξύλο, έχω απευθυνθεί σε εισαγγελέα… Μεγάλη ιστορία… Θέλω να μάθω τι μπορώ να κάνω τώρα για να έχω επικοινωνία με το παιδί».
Το οικογενειακό περιβάλλον αποτελεί πρωταρχικό φορέα που συμβάλλει στην κοινωνικοποίηση και το μετέπειτα σχηματισμό της προσωπικότητας των παιδιών. Και οι δυο γονείς αποτελούν «πολύ ισχυρά πρότυπα προς μίμηση […] και για το λόγο αυτό αποτελούν μοντέλα συμπεριφοράς για κάθε παιδί» (Ζεργιώτης Α., 2011: 68). Επομένως, κρίνεται σημαντικό ο πατέρας και η μητέρα να είναι ταυτόχρονα παρόντες για τα παιδιά τους ακόμα και μετά τη διάλυση του γάμου τους. Ο τρόπος με τον οποίο εξασφαλίζεται αυτό είναι μέσω της από κοινού ανάληψης της επιμέλειας των παιδιών.
Ο δρόμος της Κοινής Επιμέλειας:
Το έργο της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης ΓΟΝ.ΙΣ αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, και στην κατοχύρωση της κοινής επιμέλειας των παιδιών μετά το διαζύγιο των γονέων τους. Πριν επεκταθούμε, ωστόσο, πάνω σε αυτό το ζήτημα κρίνεται απαραίτητος ένας ορισμός της έννοιας.
Ως κοινή επιμέλεια (joint physical custody) ορίζεται η ταυτόχρονη ανάληψη της επιμέλειας-φροντίδας των παιδιών κι από τους δυο γονείς μετά τη διάλυση του γάμου τους3. Τα παιδιά που τίθενται υπό καθεστώς κοινής γονικής επιμέλειας «περνούν ένα ίσο χρονικό διάστημα στο αντίστοιχο (respective) σπίτι καθενός από τους γονείς μετά από ένα γονικό χωρισμό ή διαζύγιο» (Fransson E., Sarkadi A., Hjern A., Bergström M., 2016: 154).
Οι χώρες τις ευρωπαϊκής δύσης καταγράφουν συνεχώς αυξανόμενες περιπτώσεις επίτευξης συμφωνιών για την κοινή επιμέλεια των παιδιών από τους γονείς τους. Ωστόσο, κρίνεται απαραίτητο να σημειωθεί ότι ως χώρα – πρότυπο όσον αφορά στην κοινή επιμέλεια θεωρείται η Σουηδία, όπου τέτοιου είδους συμφωνίες συναντώνται περισσότερο και όπου η οικογενειακή πολιτική αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, και στη γονική μέριμνα για το νοικοκυριό και τα παιδιά (Fransson E., Sarkadi A., Hjern A., Bergström M., 2016: 154 – 155).
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ακόμα νόμος που να κατοχυρώνει την κοινή επιμέλεια μετά το διαζύγιο. Από την άλλη, αυτό δεν εμποδίζει κάποιους γονείς από το να υπογράψουν ένα σύμφωνο κοινής επιμέλειας. Συγκεκριμένα, πατέρας που προσήλθε στο φορέα επιβεβαίωσε πως ο ίδιος και η πρώην σύζυγος του είχαν υπογράψει σύμφωνο κοινής επιμέλειας μετά το χωρισμό τους κι αυτό λειτούργησε θετικά τόσο ως προς την επαφή των δυο γονέων με τα παιδιά τους όσο και ως προς τη μείωση των μεταξύ τους εντάσεων.
Το συμφωνητικό κοινής επιμέλειας των παιδιών, σύμφωνα με υπόδειγμα του φορέα πρακτικής άσκησης, δεσμεύει τους γονείς ως προς τα εξής4:
«Α. Γονική μέριμνα και επιμέλεια
Β. Διαμονή τέκνου – καθημερινή φροντίδα – επικοινωνία
Γ. Δαπάνες διαβίωσης του τέκνου – διατροφή
Δ. Επίλυση διαφορών»
(https://www.gonis.gr/public/images/pdf/GONIS-Symfonhtiko-Synepimeleias.pdf)
Παρά τους ισχυρισμούς των επικριτών της, οι υπέρμαχοι της κοινής επιμέλειας δεν παύουν να υπογραμμίζουν τα οφέλη της τελευταίας για τα παιδιά. Όσοι τίθενται κατά της κοινής επιμέλειας προτάσσουν την ανησυχία ότι «οι συχνές μετακινήσεις και η έλλειψη σταθερότητας στη γονική φροντίδα (parenting) μπορεί να είναι στρεσσογόνες για αυτά τα παιδιά [υπό κοινή επιμέλεια]» (Berström M., Fransson E. κ.α, 2015: 769). Ωστόσο, η άποψη αυτή έχει διαψευστεί από διεθνείς μελέτες. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι παρά τις συχνές μετακινήσεις των παιδιών και την συνακόλουθα απαραίτητη «προσαρμογή σε διαφορετικές γειτονιές και οικογενειακά κλίματα, τα αποτελέσματα δείχνουν χαμηλότερα ρίσκα για ψυχοσωματικά συμπτώματα σε παιδιά υπό κοινή φυσική επιμέλεια (joint physical custody)» (Bergström M., Fransson E. κ.α, 2015: 772).
Η ταυτόχρονη ενασχόληση των γονέων με τη φροντίδα και ανατροφή των παιδιών τους, καθώς και η συχνότερη επαφή τους με εκείνα είναι στοιχεία της κοινής επιμέλειας στα οποία αποδίδουν έμφαση οι υποστηρικτές της. Επιπλέον, τονίζεται το γεγονός ότι με αυτό τον τρόπο τα παιδιά θα αποκτήσουν πρόσβαση στο κοινωνικοοικονομικό κεφάλαιο καθενός από τους γονείς τους (Fransson E., Sarkadi A., Hjern A., Bergström M., 2016: 154).
Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειώσουμε ότι το γεγονός πως οι γονείς θα πρέπει να βρίσκονται σε συνεννόηση για τα ζητήματα και τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά τους δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα επέλθει κάποιου είδους επανένωσή τους ή ανάπτυξη στενότερων σχέσεων ανάμεσά τους. Χρέος τους είναι να δίνουν προτεραιότητα στα παιδιά τους, να μεριμνούν για τη φροντίδα, την ανάπτυξη, την εκπαίδευση τους και να έχουν υπόψη τους ότι παρά την αρνητική εικόνα που έχουν για τον/την πρώην σύζυγό τους αυτό δεν ισχύει και για τα παιδιά (Emery R. E., 2007: 50).
Τα αποτελέσματα έρευνας που αφορούσε την κοινή επιμέλεια παιδιών από 0 – 4 ετών έδειξαν ότι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι γονείς περιέγραψαν την κοινή φυσική επιμέλεια (jpc) τόσο ως ανταποκρινόμενη στα συμφέροντα των παιδιών όσο και ως «φυσική επιλογή» (Fransson E., Sarkadi A., Hjern A., Bergström M., 2016: 158). Μέσω της κοινής επιμέλειας τα παιδιά κατοχυρώνουν την επικοινωνία και με τους δυο γονείς και συνεπώς αποκτούν τη δυνατότητα να χτίσουν και να ενδυναμώσουν τη σχέση τους με εκείνους. Όπως συμπληρώνεται από μια έρευνα σύγκρισης μεταξύ παιδιών υπό μεμονωμένη φυσική επιμέλεια (sole physical custody) και παιδιών υπό κοινή φυσική επιμέλεια, «το μεγαλύτερο πλεονέκτημα για τα παιδιά υπό κοινή φυσική επιμέλεια ήταν καλύτερες οικογενειακές σχέσεις» (Nielsen L., 2018: 12).
Η καλύτερη συνεργασία των διαζευγμένων γονέων λειτουργεί προς όφελος των ίδιων και των παιδιών τους. Μέσω αυτής, μετριάζονται οι επιπτώσεις στην ψυχολογία των μελών της οικογένειας, οι οποίες προέκυψαν από το διαζύγιο και έπειτα, ενώ επίσης μειώνονται οι δυσκολίες και ρυθμίζονται τυχόν προβλήματα. Όπως αναφέρεται από τους Pruett, σε περίπτωση που δεν υπάρξει συνεργασία ανάμεσα στους γονείς μια ενδεχόμενη δυσλειτουργία που αφορά μια μονάχα πτυχή είναι δυνατόν να επιδράσει αρνητικά σε δυσλειτουργίες που αφορούν άλλες πτυχές και να τις επιδεινώσει (Pruett K. Pruett M.K, 2013: 35).
Τέλος, σημειώνουμε ότι στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 9 της Σύμβασης για τα δικαιώματα του παιδιού αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι κάθε παιδί έχει δικαίωμα να «διατηρεί κανονικά προσωπικές σχέσεις και να έχει άμεση επαφή με τους δυο γονείς του» (2dim-veroias.ima.sch.gr/wp-content/uploads/2017/11/Η-Σύμβαση-για-τα-Δικαιώματα-του-Παιδιού.pdf). Η κατοχύρωση της κοινής επιμέλειας βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με το δικαίωμα αυτό καθώς διασφαλίζει στα παιδιά ότι οι γονείς τους θα είναι προσβάσιμοι από αυτά και δεσμευμένοι να προτάσσουν το δικό τους (των παιδιών) συμφέρον.
Συμπεράσματα:
Η σύγχρονη εποχή βρίσκει την ελληνική κοινωνία να έχει ωριμάσει, ιδιαίτερα όσον αφορά στις αντιλήψεις της γύρω από το διαζύγιο. Όπως αναφέρθηκε και στο πρώτο κεφάλαιο, ο ρόλος του πατέρα έχει υποστεί επαναπροσδιορισμό κι έχει καταστεί πιο ενεργός σε σύγκριση με παλαιότερα. Σε μια τέτοια κοινωνία, κρίνεται απαραίτητο να ληφθούν ενέργειες ώστε να κατοχυρωθεί η ενεργός παρουσία και των δυο γονέων στη ζωή των παιδιών τους μετά από το διαζύγιο καθώς και ο ίσος χρόνος παραμονής των παιδιών με καθέναν από τους δυο γονείς. Το επιχείρημα αυτό, θα μπορούσε να ειπωθεί, συμπληρώνεται από την όλο και πιο διαδεδομένη χρήση των όρων «δυαδική μονογονεϊκή οικογένεια» (double single parent family) και «διπυρηνική οικογένεια» (binuclear family) για την περιγραφή των οικογενειών μετά το διαζύγιο (Ζεργιώτης Ν.Α., 2011: 87). Ειδικότερα, σύμφωνα με το ίδιο κείμενο, οι δυο παραπάνω όροι σηματοδοτούν ότι και οι δυο γονείς βρίσκονται στο επίκεντρο της προσοχής μετά το χωρισμό τους κι όχι μόνο ο ένας (εν προκειμένω η μητέρα).
Όπως εκφράστηκε από γονείς στην ανοιχτή ομάδα του φορέα, «δεν ζητάμε πολλά, παρά να έχουμε περισσότερο χρόνο με τα παιδιά μας». Δεδομένης της προόδου που έχει χαράξει η σύγχρονη κοινωνία, η νομική κατοχύρωση της κοινής επιμέλειας των παιδιών θεωρείται αδιαπραγμάτευτη αναγκαιότητα. Μέσω αυτής, τα παιδιά δεν θα στερούνται το γονεϊκό πρότυπο του εκάστοτε γονέα, ο οποίος μέχρι σήμερα δεν είχε την επιμέλεια τους και συνακόλουθα η επικοινωνία του μαζί τους είχε υποστεί μείωση. Επιπλέον, οι σχέσεις γονέων και παιδιών θα βελτιωθούν μέσα από τη μείωση των συγκρούσεων, της συχνότερης επικοινωνίας τόσο των γονέων με τα παιδιά όσο και των δυο πρώην συζύγων μεταξύ τους, της γονικής συνεργασίας και της προτεραιότητας στα συμφέροντα και τις ανάγκες των παιδιών.
Μελέτη που αφορούσε τα παιδιά υπό κοινή επιμέλεια εξέφρασε ότι τα εν λόγω παιδιά παρουσίαζαν καλύτερα δεδομένα κι ένας από τους παράγοντες που συνέδραμε σε αυτό ήταν «ειδικότερα η ποιότητα των σχέσεων γονέα – παιδιού και η ποιότητα των γνώσεων γονικής φροντίδας (parenting skills)» (Nielsen L., 2018: 2). Και τα δυο αυτά στοιχεία ενισχύονται και βελτιώνονται μέσω της ανάληψης της επιμέλειας των παιδιών και από τους δυο γονείς τους. Παιδιά και γονείς βρίσκονται σε καλύτερη συνεννόηση και καθένας εκ των γονέων έχει τη δυνατότητα να διευρύνει τις γνώσεις του ως προς την ανατροφή των παιδιών του.
Ένα διαζύγιο σηματοδοτεί το τέλος ενός γάμου και συνακόλουθα της ερωτικής σχέσης μεταξύ δυο συζύγων. Αυτό που δεν μπορεί, ωστόσο, να αναιρέσει είναι η ιδιότητα του γονέα που αποκτήθηκε μετά τη γέννηση των παιδιών. Παρά τις συγκρούσεις μεταξύ των πρώην συζύγων, «για τα παιδιά δεν τίθεται θέμα “καλού” ή “κακού” στην ιστορία αυτή» (Emery R.E, 2007: 50). Το διαζύγιο είναι μια επίπονη διαδικασία για τα παιδιά και σε αυτό συνδράμει και η πιθανή απώλεια του ενός από τους δυο γονείς τους. Αυτή η συνθήκη θα αναιρεθεί με την κατοχύρωση της κοινής επιμέλειας.
Η κοινή επιμέλεια θα δεσμεύσει τους γονείς ώστε να αναλάβουν από κοινού τη μέριμνα για τη φροντίδα και ανατροφή των παιδιών τους καθώς, όπως υποστηρίζει και ο Emery, «μια οικογένεια παραμένει οικογένεια ακόμη και μετά το διαζύγιο» (Emery R.E, 2007: 79).
Κειμενο - σύνταξη Νικολέττα Μαδωνή
Τελειόφοιτος Πανεπιστήμιου Κρήτης – Τμήμα Κοινωνιολογίας
Βιβλιογραφία:
1) Emery R.E (2007), Όλη η αλήθεια για τα παιδιά και το διαζύγιο, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη
2) Pruett K., Pruett M.K (2013), Δύο γονείς για την ανατροφή του παιδιού, Αθήνα: Έκδοση ΓΟΝ.ΙΣ
3) Ζεργιώτης Ν. Α. (2011), Διαφυλικές Σχέσεις, Υπουργείο Παιδείας, Δια βίου μάθησης και θρησκευμάτων, Γενική γραμματεία δια βίου μάθησης, Ινστιτούτο διαρκούς εκπαίδευσης ενηλίκων
4) Strohschein L. (2005), «Parental Divorce and Child Mental Health Trajectories», Journal of Marriage and Family, 67: pp. 1286 – 1300
5) Nielsen L. (2018), «Joint Versus Sole Physical Custody: Children’s Outcomes Independent Of Parent – Child Relationships, Income And Conflict in 60 Studies», Journal of Divorce & Remarriage, Routledge, pp. 1 – 35
6) Fransson E., Sarkadi A., Hjern A., Bergström M. (2016), «Why should they live more with one of us when they are children to us both? Parents’ motives for practicing equal joint physical custody for children aged 0 – 4», Children and Youth Services Review, 66: pp. 154 – 160
7) Bergström M., Fransson E., Modin B., Berlin M., Gustafsson P.A, Hjern A. (2015), «Fifty moves a year: is there an association between joint physical custody and psychosomatic problems in children?», J Epidemiol Community Health, pp. 769 – 774
8)2dim-veroias.ima.sch.gr/wp-content/uploads/2017/11/Η-Σύμβαση-για-τα-Δικαιώματα-του-Παιδιού.pdf
9) https://www.gonis.gr/gonis/eduarthra-article_247/Gia-panta-GONEIS_67
10) https://www.gonis.gr/public/images/pdf/GONIS-Symfonhtiko-Synepimeleias.pdf