Το άρθρο αυτό ασχολείται με συγκεκριμένες έρευνες που αφορούν τη διανυκτέρευση βρεφών, νηπίων και παιδιών προσχολικής ηλικίας σε περιπτώσεις διαζυγίου των γονέων. Οι εν λόγω έρευνες έχουν γίνει σημαία ακόμη και σε δικαστικές αίθουσες –όχι μόνο της Ελλάδας- προκειμένου να περιοριστεί ή να μηδενιστεί ο αριθμός των διανυκτερεύσεων στην οικεία κατά κύριο λόγο του πατέρα. Είναι ενδιαφέρον να παρουσιαστεί τι πραγματικά λένε αυτές οι έρευνες χωρίς την απομόνωση και (παρ)ερμηνεία συγκεκριμένων κομματιών των αποτελεσμάτων τους. Είναι επίσης χρήσιμο να δοθούν πληροφορίες για κάποιες όχι και τόσο μικρές λεπτομέρειες της κάθε έρευνας, οι οποίες βοηθούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων. Για παράδειγμα τι ερεύνησε, πως το ερεύνησε, τι δείγμα είχε, τι ερμηνεία δίνει στα αποτελέσματα ο ερευνητής, τι από αυτά μπορεί να χρησιμοποιηθεί για γενικά συμπεράσματα.
Τι λένε πραγματικά αυτές οι έρευνες
1. Έρευνα Solomon & George, 1999:
Το μοναδικό ερώτημα της έρευνας ήταν εάν η διανυκτέρευση συμβάλει στη διαμόρφωση ενός ανασφαλούς δεσμού των βρεφών προς τις μητέρες τους. Η θεωρία του δεσμού (προσκόλλησης) αναφέρεται στο συναισθηματικό δεσμό ανάμεσα στο βρέφος και το κύριο πρόσωπο που το φροντίζει.
Συνέκρινε παιδιά ηλικίας 12 έως 20 μηνών χωρισμένα σε 3 κατηγορίες οικογενειών: α) αυτά που διανυκτέρευαν 1-3 φορές με τον πατέρα τους (44 παιδιά), β) αυτά που δεν διανυκτέρευαν ποτέ (49 παιδιά) και γ) αυτά που οι γονείς τους ήταν ακόμη παντρεμένοι (52 παιδιά).
Ο τρόπος μέτρησης ήταν με μια πειραματική διαδικασία γνωστής ως «Συνθήκης του Ξένου» (Strange Situation Procedure), η οποία αποτελεί έναν συνηθισμένο τρόπο έρευνας σε αυτόν τον τομέα. Η αξιολόγηση/μέτρηση γινόταν από ειδικά εκπαιδευμένους παρατηρητές με κριτήριο το πώς αντιδρούσαν τα παιδιά όταν αποχωρίζονταν τη μητέρα τους μέσα στο χώρο παιχνιδιού ενός εργαστηρίου. Τα παιδιά αξιολογήθηκαν με τον ίδιο τρόπο ένα χρόνο αργότερα.
Σημεία προβληματισμού σχετικά με την έρευνα:
Όπως έχει καταγραφεί σε μεταγενέστερα άρθρα και επιστημονικές κριτικές (Cashmore & Parkinson, 2011; Lamb & Kelly, 2001; Pruett, Cowan, Cowan, & Diamond, 2012; Warshak, 2002), ένας σημαντικός περιορισμός της έρευνας προερχόταν από τον αριθμό των γονέων που δεν ήταν παντρεμένοι ή δεν είχαν σταθερή σχέση μεταξύ τους πριν τη γέννηση του παιδιού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα βρέφη τα οποία αξιολογήθηκαν να μην έχουν σχέση με τον πατέρα τους πριν την έναρξη της διανυκτέρευσης. Επιπλέον οι δύο ομάδες των χωρισμένων γονέων (α & β) είχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, οι οποίες ενδέχεται να επηρέαζαν αρνητικά την αξιολόγηση του δεσμού τους με τη μητέρα. Για παράδειγμα, καταγράφηκε ότι το γκρουπ με τα παιδιά που διανυκτέρευαν (α) είχαν γονείς περισσότερο βίαιους, με περισσότερες διαμάχες μεταξύ τους, λιγότερη επικοινωνία και συχνά με παιδιά από άλλες σχέσεις. Μάλιστα οι διανυκτερεύσεις ήταν σπάνιες και χωρίς συνοχή ως προς τον προγραμματισμό. Μόλις το 20% των παιδιών, που διανυκτέρευαν, περνούσαν περισσότερες από 3 νύκτες το μήνα με τον πατέρα τους, ενώ τα περισσότερα περνούσαν πολλές εβδομάδες μεταξύ των διανυκτερεύσεων χωρίς να τον δουν. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά από μόνα τους θέτουν σοβαρά ζητήματα ως προς την εγκυρότητα και τη δυνατότητα γενίκευσης των αποτελεσμάτων. Πέραν αυτού, οι ίδιοι οι ερευνητές παραδέχτηκαν ότι πραγματοποίησαν την αξιολόγηση με την «Περίεργη Κατάσταση» σε περιόδους με υψηλό στρες για την οικογένεια, αποκλίνοντας από τις τυπικές διαδικασίες. (Solomon & George, 1999a).
Αποτελέσματα:
Το παράδοξο για μία έρευνα που έχει χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη ότι η διανυκτέρευση στα μικρά παιδιά συμβάλει στη διαμόρφωση μη ασφαλών δεσμών, είναι ότι έδειξε πως τα παιδιά που διανυκτερεύουν σε σχέση με αυτά που δεν διανυκτερεύουν δεν διαφέρουν σημαντικά ως προς τους ασφαλείς και μη ασφαλείς δεσμούς. Ούτε σχετίζονται οι μη ασφαλείς δεσμοί με το πόσο συχνά διανυκτερεύουν.
Επίσης, τα παιδιά με μητέρες που έδειχναν να μην προσέχουν και να μην ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους, ήταν αυτά που αξιολογήθηκαν με μη ασφαλή δεσμό ασχέτως με το πόσο διανυκτέρευαν, ακόμη και στις παντρεμένες οικογένειες.
Τα βρέφη που διανυκτέρευαν είχαν περισσότερο αποδιοργανωμένο τύπο δεσμού (δε μπορούσε δηλαδή να χαρακτηριστεί ούτε σαν ασφαλής, ούτε σαν μη ασφαλής) σε σχέση με αυτά των παντρεμένων οικογενειών, αλλά όχι περισσότερο από αυτά των χωρισμένων που δεν διανυκτέρευαν. Είναι άλλωστε σημαντικό να αναφερθεί ότι οι ίδιοι οι ερευνητές το απέδωσαν αυτό στα χαρακτηριστικά των γονέων και όχι στη διανυκτέρευση.
Τελικό συμπέρασμα της έρευνας
Η διανυκτέρευση δεν ήταν η αιτία, που κάποια βρέφη είχαν ανασφαλή ή αποδιοργανωμένο δεσμό με τη μητέρα τους. Οι όποιες διαφορές καταγράφηκαν στον τύπο δεσμού, συνδέθηκαν με τα χαρακτηριστικά των γονέων και όχι με τις διανυκτερεύσεις.
2. Αυστραλιανή έρευνα σε παιδιά προσχολικής ηλικίας.
Είναι μια σημαντική έρευνα, η οποία έχει βρεθεί στο επίκεντρο της προσοχής παγκοσμίως και έχει χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη ενάντια στις διανυκτερεύσεις παιδιών μικρής ηλικίας. Αξίζει λοιπόν να δούμε τα επιμέρους στοιχεία της.
Τα δεδομένα ήταν από το 2012 και προήλθαν από τη βάση μια διαρκούς εθνικής έρευνας για τα παιδιά στην Αυστραλία. Τα παιδιά ήταν χωρισμένα σε τρία γκρουπ: α) βρέφη < 2>
Αποτελέσματα
Τα συνοπτικά αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι η διανυκτέρευση για τα παιδιά έως 4 ετών είχε γενικά μια αρνητική επίδραση. Τα βρέφη καταγράφηκαν σαν πιο ευέξαπτα, ανήσυχα, πιεσμένα (στρεσαρισμένα) και με περισσότερη γκρίνια. Τα νήπια αναφέρθηκαν σαν λιγότερο επίμονα σε κάποια εργασία και στη διαδικασία της μάθησης και του παιχνιδιού. Επίσης έδειξαν ιδιαίτερα ανήσυχες συμπεριφορές, που περιελάμβαναν κλάμα, χτυπήματα, δαγκώματα, δυσκολίες στο τάισμα κ.α.. Όλες αυτές οι συμπεριφορές συνδέονται με άγχος αποχωρισμού. Αντιθέτως η διανυκτέρευση δεν φάνηκε να επηρεάζει τα παιδιά ηλικίας 4-5 ετών.
Όπως είναι προφανές τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν συγκλονιστικά. Όμως γρήγορα δέχτηκε μεγάλη κριτική από την επιστημονική κοινότητα (Cashmore & Parkinson, 2011; Lamb, 2012; Ludolph & Dale, 2012; Nielsen, 2013; Parkinson & Cashmore, 2011; Pruett et al., 2012; Warshak, 2012, 2014)., σχετικά με διάφορες σημαντικές παραλείψεις.
Θα αναφέρουμε σύντομα κάποιους από τους σημαντικότερους περιορισμούς, που έχουν καταγραφεί στις κριτικές.
- Καταρχήν το δείγμα αποτελούταν κυρίως από γονείς που δεν είχαν παντρευτεί, ούτε είχαν ζήσει ποτέ μαζί (90% των γονέων των βρεφών και 60% των νηπίων).
- Επίσης στα γκρουπ που συγκρίνονταν μπήκαν μαζί τα βρέφη που διανυκτέρευαν 4 φορές/μήνα με αυτά που διανυκτέρευαν 15 φορές/μήνα, με συνέπεια να μη μπορεί να εντοπιστεί η συμβολή του αριθμού των διανυκτερεύσεων.
- Τρίτον, εντοπίστηκαν διάφορα μεθοδολογικά προβλήματα στον τρόπο αξιολόγησης (παρατήρηση και αυτοαξιολόγηση), στις κλίμακες μέτρησης (αυτοσχέδια ερωτηματολόγιο χωρίς στοιχεία αξιοπιστίας και εγκυρότητας) και στην ερμηνεία των αποτελεσμάτων (απέδιδαν αυθαίρετα τον εκνευρισμό και το άγχος των παιδιών στον αποχωρισμό από τη μητέρα).
- Επιπλέον, είναι αξιοσημείωτο ότι στην εκτεταμένη αναφορά των ίδιων των ερευνητών, δεν καταγράφονται διαφορές μεταξύ των γκρουπ των παιδιών που διανυκτέρευαν με αυτά που δεν διανυκτέρευαν σε 4 από τις 6 κατηγορίες ευεξίας που αξιολογήθηκαν. Ούτε καταγράφηκε κάποιο μοτίβο συσχέτισης μεταξύ της συχνότητας των διανυκτερεύσεων και της ανησυχίας ή του εκνευρισμού των παιδιών.
Τελικό συμπέρασμα της έρευνας
Συνολικά τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας έδειξαν ελάχιστες διαφορές μεταξύ των παιδιών που διανυκτέρευαν και αυτών που δεν διανυκτέρευαν ποτέ. Οι διαφορές στα επίπεδα εκνευρισμού των παιδιών και των δύσκολων συμπεριφορών ήταν αντιφατικές. Ενώ επειδή τα παιδιά που διανυκτέρευαν σποραδικά με αυτά που διανυκτέρευαν συχνά συγκρίθηκαν μαζί ως σύνολο με αυτά που δεν διανυκτέρευαν καθόλου είναι δύσκολο να δοθεί ερμηνεία στην επίδραση του αριθμού των διανυκτερεύσεων.
Τι κρατάμε από αυτά τα στοιχεία
Στην εποχή της υπερπληροφόρησης συναντάμε φαινόμενα, που τα αποτελέσματα συγκεκριμένων ερευνών απομονώνονται, ερμηνεύονται ώστε να ταιριάζουν στο σκοπό κάποιου ατόμου/οργανισμού και χρησιμοποιούνται ως απόδειξη ή υποστήριξη των απόψεών του. Σπάνια όμως έχουμε το χρόνο ή την πρόσβαση σε αναλυτικά στοιχεία προκειμένου να διαμορφώσουμε την προσωπική μας άποψη.
Η παραπάνω καταγραφή ήταν μια προσπάθεια για μια περιληπτική ανάλυση κάποιων ερευνών, που έχουν τύχει μεγάλης επιστημονικής προσοχής και έχουν χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα κατά των διανυκτερεύσεων σε παιδιά μικρής ηλικίας. Σκοπός ήταν να δοθούν κάποια στοιχεία στον αναγνώστη, προκειμένου να έχει μια πληρέστερη εικόνα και να καταλήξει στη δική του γνώμη για ένα σημαντικό ζήτημα που πολλές φορές έχει οδηγήσει σε προσωπικές και δικαστικές συγκρούσεις γονείς και ειδικούς.
Συμπεράσματα θα μπορούσαν να βγουν πολλά με βάση τις τεχνικές λεπτομέρειες της κάθε έρευνας. Το γενικό δίδαγμα όμως είναι πως θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί στις λεπτομέρειες των ερευνών που διαβάζουμε και ιδιαίτερα σε αυτές που αφορούν άμεσα την οικογένειά μας. Όπως φάνηκε οι αδυναμίες σε αυτές τις έρευνες δεν ήταν καθόλου ασήμαντες, όμως τα αποτελέσματά τους έχουν χρησιμοποιηθεί χωρίς επιφύλαξη στον καθορισμό της επικοινωνίας των παιδιών με τους γονείς τους.
Γιώργος Σταμούλος
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
Βιβλιογραφία:
- Linda Nielsen (2014) Parenting Plans for Infants, Toddlers, and Preschoolers: Research and Issues, Journal of Divorce & Remarriage, 55:4, 315-333, DOI:10.1080/10502556.2014.901857
- Solomon, J., & George, C. (1999). The development of attachment in separated and divorced families. Attachment and Human Development, 1, 2–33.
- Solomon, J., & George, C. (1999b). The effects on attachment of overnight visitation on divorced and separated families: A longitudinal follow up. In J. Solomon & C. George (Eds.), Attachment disorganization in atypical populations (pp. 243–264). New York, NY: Guilford.
- Lamb, M. (2012). Critical analysis of research on parenting plans and children’s wellbeing. In K. Kuehnle & L. Drozd (Eds.), Parenting plan evaluations: Applied research for the family court (pp. 214–246). New York, NY: Oxford University Press.
- Pruett, M., Cowan, P., Cowan, M., & Diamond, J. (2012). Supporting father involvement after separation and divorce. In K. Kuehnle & L. Drozd (Eds.), Parenting plan evaluations: Applied research for the family court (pp. 257–330). New York, NY: Oxford University Press.
- Nielsen, L. (2013). Shared residential custody: A recent research review. American Journal of Family Law, 27, 61–72, 123–137.
- Nielsen, L. (in press). Woozles: Their role in custody law reform, parenting plans and family court. Psychology, Public Policy and Law, 44.
- McIntosh, J., Smyth, B., Kelaher, M., & Wells, Y. L. C. (2010). Post separation parenting arrangements: Outcomes for infants and children. Sydney, Australia: Australian Government.
- Warshak, R. (2012). Securing children’s best interests while resisting the lure of simple solutions. Presentation at the Parenting in Practice and Law conference, Haifa, Israel.
- Warshak, R. (2014). Social science and parenting plans for young children. Psychology, Public Policy and Law, 20, 46–67.
- Ludolph, P., & Dale, M. (2012). Attachment in child custody: An additive factor, not a determinative one. Family Law Quarterly, 46, 225–245.
- Cashmore, J., & Parkinson, P. (2011). Parenting arrangements for young children: Messages for research. Australian Journal of Family Law, 25, 236–257.