Οι γεννήσεις έχουν μειωθεί ενώ οι θάνατοι έχουν ξεπεράσει τις γεννήσεις . Τα στοιχεία είναι της ΕΛΣΤΑΤ
Ας δούμε πρώτα μερικά στοιχεία από το παρελθόν στην Απογραφή Πληθυσμού-Κατοικιών 2011 και τα στατιστικά αποτελέσματα για τη Γονιμότητα.
Στον πίνακα 3Α εμφανίζεται η κατανομή των γυναικών ηλικίας 10 ετών και άνω σύμφωνα με την οικογενειακή τους κατάσταση και τον αριθμό παιδιών που έχουν γεννήσει.
Διαπιστώνουμε τα εξής από το γενικό σύνολο γυναικών (5.000.444 ) αυτές που έκαναν 2+ παιδιά είναι οι έγγαμες (αριθμός παιδιών 1.361.762), οι γυναίκες σε σύμφωνο συμβίωσης έκαναν στην πλειοψηφία τους 1+ παιδί ενώ είχαμε από τις άγαμες κυρίως 1.
Οι Διαζευγμένες ( 205.742 γυναίκες ) χώριζαν με 1-2 παιδιά ( αριθμός παιδιών (70.503 +76.106) και μετά δεν φαίνεται να κάνουν άλλα τουλάχιστον στο ίδιο ποσοστό με τις έγγαμες. Ξεκάθαρα φαίνεται η τάση αυτή στις Διαζευγμένες από σύμφωνο συμβίωσης καθώς μετά το 1 δεν ακολουθεί άλλο. Περισσότερα στα στατιστικα των διαζυγίων δείτε εδώ
Μήπως λοιπόν το διαζύγιο κάνει κακό στο δημογραφικό ;
Το δημογραφικό πρόβλημα άρχισε να απασχολεί τις αρχές της Ελλάδας από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Ήδη την περίοδο εκείνη το φαινόμενο της δημογραφικής κατάρρευσης του Ελληνικού πληθυσμού είχε αρχίσει να εμφανίζει πλέον ενδείξεις μόνιμης εγκατάστασης.
Υπογεννητικότητα είναι ο μειωμένος αριθμός γεννήσεων σε μία χώρα , ιδιαίτερα όταν αυτός ο αριθμός είναι μικρότερος ή όχι σημαντικά μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο αριθμό των θανάτων. Συγκεκριμένα σύμφωνα με τα δημοσιογραφικά στοιχεία για το 2012 που δόθηκαν στην δημοσιότητα στα τέλη του 2013 από την Eurostat, ο δείκτης γεννητικότητας στην Ελλάδα κατρακύλησε στις εννέα γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους με τον αντίστοιχο αριθμό το 1980 να είναι 15,36. Όταν σε μια χώρα οι γυναίκες γεννάνε λιγότερα παιδιά από δυο, υπάρχει τεράστιος κίνδυνος, καθώς πολύ απλά όταν οι δυο γονείς μεγαλώσουν και φύγουν από τη ζωή, δεν έχουν γεννηθεί δύο παιδιά τα οποία αριθμητικά τουλάχιστον θα τους έχουν “αντικαταστήσει”.
Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία το έτος 2012, οι γεννήσεις στην Ελλάδα έφθασαν τις 100.371 ενώ το 2011 είχαν φθάσει στις 106.428 ,παρουσιάστηκε δηλαδή ποσοστό μείωσης 5,69%. Οι θάνατοι αντίθετα για το έτος 2012 παρουσίασαν αύξηση 5% , όπου ανήλθαν από τους 116.670 ,έναντι τους 111.099 για το 2011.
Διαπιστώνεται ταυτόχρονα ότι οι γυναίκες στη χώρα μας αποκτούν συνεχώς λιγότερα παιδιά, ενώ τα γεννούν σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Όσον αφορά στις γεννήσεις εκτός γάμου, αυτές συνιστούν ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό των συνολικών γεννήσεων στη χώρα μας. περισ. δειτε εδώ
Οι γάμοι λαμβάνουν χώρα όλο και πιο σπάνια, ενώ τα αδρά ποσοστά διαζυγίων παρουσιάζουν αυξανόμενη τάση. Το ποσοστό του πληθυσμού ηλικίας 0 έως 14 ετών συρρικνώνεται, ενώ η τιμή του δείκτη γήρανσης το 2001 υπήρξε μία από τις υψηλότερες. Οι δείκτες εξάρτησης παιδιών και ηλικιωμένων εξελίσσονται αμφίδρομα με τον πρώτο να κινείται πτωτικά και τον δείκτη ηλικιωμένων να μεγεθύνεται. Οι εξελίξεις που σημειώθηκαν στα δημογραφικά δεδομένα συμβάλλουν προς μία επιδείνωση της υφιστάμενης δημογραφικής εικόνας ( όπως φαίνεται και στο σχετικό σχεδιάγραμμα).
Οι γεννήσεις αναβάλλονται και μειώνονται, το ποσοστό των ηλικιωμένων αυξάνεται, οι γάμοι γίνονται πιο σπάνια, ενώ τα διαζύγια, αναμένεται να αυξηθούν στο μέλλον.
Ο ρυθμός γεννήσεων στη Ελλάδα βρίσκεται στο 1,31, τη στιγμή που το ελάχιστο όριο το οποίο εξασφαλίζει την συνέχιση της εθνοτικής ομάδας είναι στο 2,1.Ο ρυθμός γεννήσεων ακολουθεί καθοδική πορεία τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.
Όσον αφορά,στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του Ιδρύματος για την Αντιμετώπιση του Δημογραφικού Προβλήματος, κατά τη δεκαετία του 1970 ο δείκτης αυξήσεως του ελληνικού πληθυσμού ήταν 6,9%, ενώ στη δεκαετία του 1990 έφτασε μόλις στο 0,3%. H εξέλιξη προβλέπεται ακόμη δυσμενέστερη, με αποτέλεσμα, κατά τις εκτιμήσεις των ειδικών, μετά το 2025 ο πληθυσμός της χώρας μας να σημειώνει αρνητικούς δείκτες.
Ως προς τη γονιμότητα, το ιδανικό για μια κοινωνία, είναι ένα επίπεδο κοντά στο όριο αναπλήρωσης, κοντά δηλαδή στα 2,1 παιδιά ανά γυναίκα, ώστε να διασφαλίζεται ότι κάθε γενιά ακολουθείται από μια επόμενη γενιά τουλάχιστον ισοπληθή. Παράλληλα, σε ένα διανεμητικό συνταξιοδοτικό σύστημα απαιτούνται τουλάχιστον 4-5 εργαζόμενοι για κάθε συνταξιούχο ώστε να διασφαλίζεται ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης για τους συνταξιούχους χωρίς να υποσκάπτεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Η γονιμότητα στην Ελλάδα είναι ήδη από το 1987 σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, κάτω από 1,5 παιδιά ανά γυναίκα. Έτσι οι σημερινές γεννήσεις δεν επαρκούν ώστε να διατηρηθεί το μέγεθος και την ηλικιακή δομή του πληθυσμού σε επίπεδα που να διασφαλίζουν την οικονομική ανάπτυξη. Έτσι ο πληθυσμός γερνάει και μειώνεται.
Ποίες είναι οι αιτίες ;
Στην Ελλάδα, το φαινόμενο της υπογεννητικότητας αναφέρθηκε ως πρόβλημα για πρώτη φορά από τον Πολύβιο. Σημειώνει ο σπουδαίος αυτός ιστορικός ότι στην Ελλάδα υπάρχει «αρνησιπαιδία» και «ολιγανθρωπία» και ότι ο εγωισμός και η φιλοχρηματία ώθησε τους ανθρώπους να ανατρέφουν μόνο ένα ή το πολύ δύο παιδιά, ώστε να μη δαπανούν μεγάλα ποσά για την ανατροφή τους. Εν μέρει, όσα παρατηρεί ο Πολύβιος τον 2ο π.Χ. αιώνα ισχύουν και σήμερα.
Είναι ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα.
Η μη συνειδητοποίηση μέχρι και σήμερα, σε όλα τα επίπεδα λήψης αποφάσεων σε εθνικό και μη επίπεδο (μια εκ των επιπτώσεων της ελλιπούς δημογραφικής ενημέρωσης) του ρόλου της μεταβλητής «πληθυσμός» ως και των επιπτώσεων–άμεσων και απώτερων-της πορείας των δημογραφικών συνιστωσών.
Από τις κυριότερες αιτίες που προκαλούν την υπογεννητικότητα, είναι οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα νεαρά ζευγάρια, και η νέα θέση την γυναίκας στην κοινωνία, η οποία έχει διαφοροποιηθεί σε σύγκριση με το παρελθόν,λόγω της ανάγκης για οικονομική βοήθεια στα έξοδα της οικογένειας.
Η οικονομική κρίση, η απουσία ενός ολοκληρωμένου εθνικού σχεδίου, η έλλειψη κοινωνικών δομών, η ανύπαρκτη στήριξη των νέων ζευγαριών και των πολύτεκνων οικογενειών, αλλά και τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα, είναι μεταξύ άλλων, μερικά από τα προβλήματα που επισημάνθηκαν στην Επιτροπή της Βουλής και όπως τονίστηκε, λειτουργούν ως τροχοπέδη στην αύξηση του ελληνικού πληθυσμού. περισσότερα δείτε εδώ
Βαθύτερη αιτία όμως (κατά την άποψή μας) η άνοδος του ατομικισμού που οδηγεί εκτός των άλλων και στην ανάδυση προοδευτικά ενός νέου τύπου οικογένειας (μιας οικογένειας προνομιακού χώρου για την πραγμάτωση της «ευτυχίας» των μελών της). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τείνουμε και προς έναν περιορισμένο αριθμό παιδιών, ο οποίος δίδει τη δυνατότητα να εκπληρωθούν οι ταχύτατα αναπτυσσόμενες επιθυμίες-στόχοι των εταίρων στο σύγχρονο ζευγάρι,η σχέση του οποίου εδράζεται, όλο και περισσότερο, σε μια συναινετική συμφωνία. Η ύπαρξη απογόνων συνεχίζει να υφίσταται για την πλειοψηφία, αλλά παράλληλα και ταυτόχρονα με την υλοποίηση των επιθυμιών και την μεγιστοποίηση των ικανοποιήσεων στον «βραχύ χρόνο». Το όριο τοποθετείται πλέον γύρω από τα δύο παιδιά (και τα αντισυλληπτικά μέσα που διατίθενται καθιστούν σήμερα εφικτή μια τέτοια επιλογή). Κατ’επέκταση, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντικατασταθεί ο σύγχρονος Νάρκισσος από ένα παιδί της αγάπης «βομβαρδίζοντάς» τον μόνον-ακόμη και αν αυτό είναι εφικτό-με οικογενειακά επιδόματα, φορολογικές ελαφρύνσεις, μειωμένα τιμολόγια, ατέλειες κ.λ
Σημαντική αιτία επίσης είναι η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό μετά το 1980 μειώνοντας αναγκαστικά το χρόνο που αφιέρωνε στην οικογένεια τότε. Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα στην μείωση και του αριθμού των παιδιών, ώστε να μειωθεί το βάρος ή στο επιμερισμό με το σύζυγο για τους έγγαμους. Η εκρηκτική αύξηση όμως των διαζυγίων σε συνδυασμό με την πρακτική της ανάθεσης της αποκλειστικής επιμέλειας- φροντίδας σε ένα γονιό σε ποσοστό σχεδόν 100% οδηγεί αφενός την γυναίκα να μην μπορεί να κάνει άλλο παιδί (λόγω βαρών), αφετέρου τον πρώην σύζυγο-γονιό να μην θέλει να κάνει άλλο παιδί ( λόγω της εμπειρίας), καθώς στο διαζύγιο έχασε την γονεϊκή ιδιότητα του προηγούμενου παιδιού.
Ποιες είναι οι επιπτώσεις ;
H εξέλιξη προβλέπεται ακόμη δυσμενέστερη, με αποτέλεσμα, κατά τις εκτιμήσεις των ειδικών, μετά το 2025 ο πληθυσμός της χώρας μας να σημειώνει αρνητικούς δείκτες.
Η πληθυσμιακή συρρίκνωση, σε συνδυασμό με τη δημογραφική γήρανση, δημιουργεί, από τώρα, πρώτα πρώτα οικονομικά προβλήματα, όπως είναι το Ασφαλιστικό και το συνταξιοδοτικό.
Σε επίπεδο πολιτισμικών επιπτώσεων : Η ύπαρξη κρίσης στον θεσμό της οικογένειας
Πως θα αντιμετωπιστεί το δημογραφικό ;
Θα πρέπει επομένως να διαμορφώσουμε όπως πολλές ευρωπαϊκές χώρες, προσήκουσες πολιτικές για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που θέτει το «δημογραφικό», και, προφανώς να αποκτήσουμε μια ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, μια πολιτική δηλ. που δεν θα συνίσταται στη συνάθροιση μέτρων ατάκτως ειρημένων και οι στόχοι της οποίας θα είναι συμβατοί με τους στόχους «συγγενών» πολιτικών (αναπτυξιακής, οικογενειακής, κοινωνικής, οικονομικής – κοκ…)
Η αύξηση των γεννήσεων δεν μπορεί να επιτευχθεί εύκολα με επιδοματικού χαρακτήρα μέτρα. Η ανατροπή μιας παγιωμένης δημογραφικής συμπεριφοράς δεν μπορεί να συμβεί από τη μια στιγμή στην άλλη και όχι αν δεν εντοπισθούν οι πραγματικές αιτίες πίσω από το πρόβλημα. Αιτίες που κατά τη γνώμη μας δεν είναι μόνο οικονομικές αλλά έχουν να κάνουν όπως αναφέρθηκε προηγουμένως με την αναντιστοιχία μεταξύ ατομικού και συλλογικού οφέλους ακόμα και με τα διαζύγια και την πρακτική της αποκλειστικής επιμέλειας.
Πέραν των όποιων πολιτικών για την αύξηση των γεννήσεων (επιδόματα κλπ) χρειάζεται μια στοχευμένη πολιτική που θεσμικά θα διευκολύνει τις γεννήσεις, ώστε αυτές να αυξηθούν εκεί που υστερούν.
Ειδικότερα, αν επικεντρωθούμε στην γονιμότητα, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε ως εξής τους στόχους και τις κατευθυντήριες γραμμές για μια πολιτική που θα στοχεύει στην ανόρθωση της .
Tα όποια μέτρα ληφθούν πρέπει να επικεντρωθούν στο παιδί και την οικογένειά του, στην υποστήριξη άμεσα και έμμεσα της γονεϊκής ιδιότητας ανεξαρτήτως της μορφής της σχέσης (γάμος, συμβίωση με ή χωρίς σύμφωνο, άλλες μορφές κ.λπ.).
Οι διαζευγμένες γυναίκες (για παράδειγμα) όταν έχουν όλη την ευθύνη ανατροφής και την εργασία τους είναι πρακτικά αδύνατο να σκεφτούν να κάνουν και άλλο παιδί (σε νέο γάμο ή εκτός γάμου). Χωρίζουν στην πλειοψηφία τους με 1-2 παιδιά ενώ χρειάζεται άλλο ένα ώστε να εξασφαλίζεται τουλάχιστον την συνέχιση του πληθυσμού. Δεδομένου ότι αυξάνονται συνεχώς τα διαζύγια η ομάδα αυτή αυξάνεται αλλά με τάση μείωσης στις γεννήσεις των παιδιών σε 1+ στην ομάδα αυτή.
Οι όποιες πολιτικές λύσεων μέχρι τώρα δεν αγγίζουν το κέντρο του προβλήματος λειτουργούν ανακουφιστικά και απαιτούν τεράστιο οικονομικό κόστος ανακυκλώνοντας το πρόβλημα. Δίνουμε ασπιρίνες ενώ η ασθένεια είναι συστηματική.
Η πρότασή μας
Προτείνουμε επομένως ως θεσμική λύση τον επιμερισμό στις ευθύνες ανατροφής μεταξύ των γονέων (σε όλες τις ομάδες ) ώστε να γεννιούνται περισσότερα παιδιά . Η θεσμική κατοχύρωση της κοινής επιμέλειας για τους διαζευγμένους θα δημιουργήσει και θα καλλιεργήσει νοοτροπία επιμερισμού των βαρών της ανατροφής και στις άλλες ομάδες και κυρίως στους έγγαμους. Πέραν της οικείας συμπεριφοράς που θα καλλιεργηθεί στα παιδιά (ως θετικό παράδειγμα) και τις μελλοντικές γενιές θα είναι πιο εύκολη η τεκνοποίηση αφού δεν θα το θεωρούν τεράστιο βάρος.
Το κακό, λοιπόν, μπορεί να διορθωθεί μόνο με την αλλαγή νοοτροπίας που μπορεί να υποβοηθηθεί με
α) τη λήψη δημοσιονομικών μέτρων, όπως είναι μεταξύ άλλων η επιδότηση των πολυμελών οικογενειών, η απαλλαγή τους από φόρους, η ίδρυση βρεφονηπιακών σταθμών και η διευκόλυνση της μερικής απασχόλησης της εργαζόμενης μητέρας, ώστε να της δίδεται χρόνος για την οικογένεια και τη προσωπική ζωή.
β) τη λήψη θεσμικών μέτρων όπως η προστασία της παιδικής ηλικίας, η καθιέρωση της κοινής ανατροφής νομοθετικά ώστε να εξασφαλίζεται ο ισόρροπος επιμερισμός των βαρών ανατροφής ανάμεσα στους γονείς (ανεξάρτητα οικογενειακής κατάστασης) κ.α. με σκοπό να διευκολύνονται οι γεννήσεις και άλλων παιδιών.
Τα όποια κίνητρα ενίσχυσης των γεννήσεων και στήριξης του θεσμού της οικογένειας πρέπει να είναι έτσι σχεδιασμένα ώστε να αποφύγουν την αναπαραγωγή του μοντέλου της μη εργαζόμενης μητέρας.
1.σύνδεση επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής
2.προώθηση της πραγματικής ισότητας των φύλων στην εργασία αλλά και στην οικογένεια
Είναι εμφανής η αναγκαιότητα συμπληρωματικότητας-συνέργειας των διάφορων πολιτικών (δημογραφικής, οικογενειακής, κοινωνικής, οικονομικής, ισότητας των δυο φύλων στην γονεϊκή ιδιότητα κ.α.) για την υλοποίηση των στόχων αυτών.
Συμπεράσματα
Το δημογραφικό πρέπει να αντιμετωπιστεί πλέον περισσότερο ως πρόκληση παρά ως πρόβλημα. Και τούτο διότι η δημογραφική κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο σύνολο των βιομηχανικά ανεπτυγμένων χωρών αλλά ιδιαίτερα στη χώρα μας έχει διαμορφώσει μία νέα πραγματικότητα η οποία απαιτεί έναν ολικό επαναπροσδιορισμό της οργάνωσης τόσο της οικονομίας όσο και της κοινωνίας: για την ακρίβεια χρειάζεται αλλαγή της οπτικής, νέες νοοτροπίες και ολιστική προσέγγιση προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες.
Στα χρόνια που έρχονται η κοινωνική συνοχή και η διαγενεακή αλληλεγγύη θα δοκιμαστούν από τις δημογραφικές μεταβολές. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί ότι δεν υπάρχει πτυχή της οικονομικής και κοινωνικής ζωής που να μην επηρεαστεί από τη γήρανση. Δε θα ήταν επίσης υπερβολή να τονιστεί ότι δεν υπάρχει πεδίο πολιτικής που να μην χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο για την αντιμετώπιση των συνεπειών της.